Χθες την Κυριακή έφυγε η γιαγιά. Η γιαγιά η Μαρίκα οπως τη λέγαμε, η γιαγιά η Ελένη όπως ονομαζόταν. Η γιαγιά η Μαρίκα ήταν η μαμά του μπαμπά.
Ήταν Πόντια, περήφανη, δυναμική και δεν το έβαζε κάτω με τίποτα κάτι που ήταν τόσο καλό όσο και κακό.
Μεγάλωσε ορφανή από μαμά και ήταν εκείνη που φρόντισε τα αδέρφια της. Αργότερα έγινε η ίδια μητέρα τριών παιδιών και με τα ελάχιστα που είχε, τα φρόντισε, τα κράτησε ζεστά τους παγωμένους χειμώνες του Έβρου και τα μεγάλωσε όσο καλύτερα μπορούσε.
Απέκτησε 7 εγγόνια και 11 δισέγγονα. Όταν ήμουν μικρός θυμάμαι να με λέει γιαβρί μου, να ταρακουνιέται ολόκληρη όταν γελούσε και να φτιάχνει παραδοσιακά πιροσκί.
Η γιαγιά η Μαρίκα ειναι ο πρώτος άνθρωπος που μου έδωσε λουκούμι τριαντάφυλλο. Από τότε, δεν εχω δει λουκούμι και να μην τη σκεφτώ. Θυμάμαι να πηγαίνω σπίτι της και να ανυπομονώ για το κέρασμα.
Όταν το σπίτι αυτό έπεσε στο σεισμό της Αθήνας του ‘99, η γιαγιά από τύχη έλειπε. Μέσα στο σπίτι αυτό φάγαμε, γελάσαμε, παίξαμε. Μέσα εκεί τη θυμάμαι να λέει ποντιακά μοιρολόγια πάνω από τον παππού. Όταν έπεσε, η γιαγιά κράτησε λεφτά και κατάφερε να αγοράσει ένα μικρό άλλο στην παλιά της γειτονιά, τη Νέα Φιλαδέλφεια.
Πριν γίνει μάνα – πολύ παλιά δηλαδή – της αφαιρέθηκε η χολή. Οι γιατροί από ότι φαίνεται, τότε δεν ήξεραν πολύ καλά τη δουλειά τους και τελικά της έκαναν μία ζημιά στο ράψιμο από την οποία επιζούν 1 στους 10.000 ασθενείς. Αυτά τα μάθαμε τους τελευταίους μήνες.
Η γιαγιά μου πέθανε από τις συσσωρευμένες επιπλοκές 67 χρόνων, που προκάλεσε ένα ιατρικό λάθος. Ο γιατρός που την πρόσεχε τώρα την αποκαλούσε «το θαύμα της φύσης».
Είχε καταγάλανα μάτια και δεν ενοχλούσε κανέναν. Τουλάχιστον όχι συνειδητά. Προς το τέλος τα μάτια κοιτούσαν, αλλά δυστυχώς ο εγκέφαλός της δεν τη βοηθούσε να καταλάβει τι έβλεπε.
Στις τελευταίες – τελευταίες μέρες της ήταν μόνιμα ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι με τα μάτια κλειστά. Μία φορά, για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, έτυχε να τα ανοίξει και το βλέμμα της έπεσε πάνω στον πατέρα μου. Μάλλον ήταν μια στιγμή που είχε μπορέσει να ξεφύγει από την ομίχλη της λήθης γιατί φάνηκε να τον αναγνωρίζει. Δεν ξέρω τι σκέφτηκε, αλλά δάκρυσε σιωπηλά, χωρίς να πει λέξη και λίγο μετά έκλεισε πάλι τα μάτια της. Το ίδιο έκανε και ο μπαμπάς. Το ίδιο και εγώ τώρα.
Γεια σου γιαγιά. Σε ευχαριστώ. Σε αγαπώ και σε σκέφτομαι συχνά. Ήταν ευτυχία που υπήρξες στη ζωή μου. Είναι ευτυχία που ζεις ακόμα μέσα μου. Αντίο… Αντίο.
“Το στέμμα των λευκών της μαλλιών, έμοιαζε σαν φωτοστέφανο γύρω της στον νυχτερινό ουρανό”.
Lilian Li
Ευτυχία είναι… Οι μαμάδες.
Ευτυχία είναι… Τα παιδιά που ανοίγουν δώρα.
Ευτυχία είναι… Οι χιονονιφάδες.
Ευτυχία είναι… Τα ανείπωτα.
Ευτυχία είναι… Ένα κλαδί που έτρεξες και το ‘πιασες.
Ευτυχία είναι… Tα καλοκαίρια στη Νίσυρο.
Ευτυχία είναι… Tο εφήμερο.
Ευτυχία είναι… Τα ανείπωτα.